βαρύστομος

βαρύστομος
βαρύστομος
heavy in pronunciation
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαρύστομος — βαρύστομος, ον (AM) αυτός που δυσκολεύεται στην ομιλία, βραδύγλωσσος αρχ. 1. εκείνος που εκστομίζει βαριά λόγια 2. αυτός που προφέρεται δύσκολα 3. (για όπλο) εκείνος που κόβει βαθιά …   Dictionary of Greek

  • βαρύστομον — βαρύστομος heavy in pronunciation masc/fem acc sg βαρύστομος heavy in pronunciation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύστομοι — βαρύστομος heavy in pronunciation masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”